Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η εξουσιοδότηση

См. также в других словарях:

  • εξουσιοδότηση — η 1. η χορήγηση από κάποιον εξουσίας (δικαιώματος) σε άλλον, η δικαιοδοσία που έχει κάποιος από άλλον, πληρεξουσιότητα. 2. φρ., «νομοθετική εξουσιοδότηση», η παραχώρηση από τη νομοθετική εξουσία δικαιώματος σε όργανο της εκτελεστικής για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουσιοδότηση — η η χορήγηση σε κάποιον τού δικαιώματος να ασκήσει μέρος τών αρμοδιοτήτων αυτού ο οποίος εξουσιοδοτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξουσιοδότησις μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κανονιστική εξουσία — Ειδική εξουσιοδότηση και αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους (με την ιδιότητά του ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας) να συμπληρώνει και να αναπτύσσει τους νόμους στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεσή τους. Κ.ε. μπορούν να έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπικός — ή, ό (AM ἐπιτροπικός, ή, όν) [επίτροπος] μσν. νεοελλ. 1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν α) η δικαιοδοσία, η εξουσία τού επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικό δίκαιο — Ένας από τους βασικούς κλάδους του δημοσίου δικαίου, που ρυθμίζει στο σύνολό του τις εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της. Ο σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου του δ.δ. γίνεται σε συνδυασμό με τον… …   Dictionary of Greek

  • έκταξη — η (AM ἔκταξις) νεοελλ. έγγραφη εξουσιοδότηση που γίνεται σε κάποιον για είσπραξη πραγμάτων ή χρημάτων (| μσν. (νομ.) εντολή σε κάποιον να υποσχεθεί ή να δώσει κάτι σε τρίτον, αλλιώς αντίδοσις αρχ. 1. παράταξη τού στρατού για μάχη 2. εκστρατεία… …   Dictionary of Greek

  • ανεξουσιοδότητος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει εξουσιοδοτηθεί για κάτι 2. όποιος γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί εξουσιοδότηση …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • βοναπαρτισμός — ο 1. σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόστηκε από τη δυναστεία την οποία ίδρυσε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, κατά το οποίο η εξουσία ασκείται από τον μονάρχη με την εξουσιοδότηση του έθνους 2. μορφή αυταρχικής διακυβέρνησης επικυρούμενη από καθολική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»